γκαρδιακός

γκαρδιακός
η и ιά, ο
1) сердечный, душевный (о человеке); верный, преданный; 2) родной (о братьях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γκαρδιακός" в других словарях:

  • γκαρδιακός — ή και ιά, ό 1. εγκάρδιος, ολόψυχος, ειλικρινής 2. (για αδελφό) από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάννα, μη ετεροθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκαρδιακός < αρχ. εγκάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • γκαρδιακός — ή, ό 1. γνήσιος, αληθινός: Ήταν αδέρφια γκαρδιακά. 2. επιστήθιος, πιστός: Είμαστε φίλοι γκαρδιακοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκαρδιακός — ή, ό 1. γκαρδιακός, αυτός που προέρχεται από την καρδιά, ειλικρινής («φίλος εγκαρδιακός») 2. (για παιδιά) γνήσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»